Ορισμός
H τριϊωδοθυρονίνη (Τ3) είναι μια ορμόνη (ιωδιούχο παράγωγο της τυροσίνης) που παράγεται μαζί με την Τ4 από τα θυλακικά κύτταρα του θυροειδούς αδένα. Ο θυροειδής αδένας είναι ένας αδένας μικρού μεγέθους που ανήκει στο ενδοκρινικό σύστημα του ανθρώπου και εντοπίζεται μπροστά από την τραχεία. Το 99,95% της T3 στην κυκλοφορία είναι αντιστρεπτά συνδεδεμένο σε πρωτεΐνες μεταφοράς, κυρίως στη θυρεοδεσμευτική σφαιρίνη (TBG) και σε μικρότερο βαθμό, στην αλβουμίνη.
Η μη δεσμευμένη ή αλλιώς ελεύθερη T3 (FT3) είναι βιολογικώς δραστική, ενώ η δεσμευμένη T3 είναι μεταβολικά αδρανής και λειτουργεί ως αποθήκη.
Δράση
Η βιολογικώς δραστική ελεύθερη FΤ3 διεγείρει το βασικό μεταβολικό ρυθμό, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των υδατανθράκων και των λιπιδίων, την πρωτεϊνική σύνθεση, την απελευθέρωση ασβεστίου από τα οστά και τον μεταβολισμό των βιταμινών. Επιπλέον ρυθμίζει την παραγωγή θερμότητας. Στα βρέφη, η FΤ3 διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Το 99,7% της Τ3 που κυκλοφορεί στο αίμα είναι συνδεδεμένη με μια πρωτεΐνη (κυρίως με την δεσμευτική σφαιρίνη της θυροξίνης (thyroxine-binding globulin -TBG, καθώς και με την αλβουμίνη) και η υπόλοιπη κυκλοφορεί σε ελεύθερη μορφή (FT3 – μη συνδεδεμένη).
Σκοπός
Η μέτρηση της ελεύθερης τριιωδοθυρονίνης (FT3), χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας και ως συμπληρωματική εξέταση για τον έλεγχο του υπερθυρεοειδισμού σε ασθενείς με χαμηλές τιμές TSH και φυσιολογικά επίπεδα θυροξίνης (Τ4 ή FT4) -> τοξίκωση από τριιωδοθυρονίνη. Η εξέταση για την FΤ3 ζητείται σε συνδυασμό ή μετά από μη φυσιολογικά αποτελέσματα εξέτασης Τ4 ή FT4 και TSH.
Παραγγελία εξέτασης επί συμπτωμάτων
- Ανησυχία
- Απώλεια βάρους
- Τρόμος χεριών
- Αυξημένος καρδιακός ρυθμός
- Διόγκωση των ματιών
- Δυσκολία στον ύπνο
- Κούραση
- Χαμηλή ανοχή στη θερμότητα
- Πιο συχνές κινήσεις του εντέρου
Συσχετιζόμενες καταστάσεις
Στα νοσήματα του θυρεοειδούς με διαταραχή των επιπέδων FT3 (κατά αναλογία με την Τ3) περιλαμβάνονται:
- Υποθυρεοειδισμός: υπολειτουργία του θυρεοειδούς, μετεγχειρητικός ή μετά από ακτινοβολία
- Υπερθυρεοειδισμός: Υπερλειτουργία του θυρεοειδούς από νόσο Graves, πολυοζώδη τοξιική βρογχοκήλη, τοξικό αδένωμα, υποξεία θυρεοειδίτιδα ή εξ’ιωδιούχων.
- Υποξεία θυρεοειδίτιδα: οξεία φλεγμονή του θυρεοειδικού παρεγχύματος συνήθως ιογενούς αιτιολογίας.
- Θυρεοειδίτιδα Hashimoto: Πρόκειται για σύνδρομο υπολειτουργίας του αδένα με συνεπακόλουθο την ανεπαρκή έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών. Αποτελεί το συχνότερο αίτιο υποθυρεοειδισμού και χαρακτηρίζεται από οζώδη διόγκωση του αδένα. Συχνά συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα. Εργαστηριακά χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα Τ3, Τ4, υψηλά επίπεδα ΤSH, φυσιολογική ΤBG και παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων κυρίως anti-TG και anti-TPO.
- Νόσος Graves: Η νόσος αναφέρεται στη συμμετρική διόγκωση και υπερλειτουργία όλου του αδένα. Αποτελεί το πιο συχνό αίτιο θυρεοτοξίκωσης και προσβάλει κυρίως νεαρά γυναίκες. Εργαστηριακά χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα Τ3, Τ4, μειωμένη TSH στη πρωτοπαθή νόσο Graves-αυξημένη ΤSH στην δευτεροπαθή, φυσιολογική TBG και παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων κυρίως ΤSI.
- Νεογνικός υποθυροειδισμός: Σπάνια κατάσταση που οφείλεται στην μεταφορά αντιθυρεοειδκών αντισωμάτων από τη μητέρα μέσω του πλακούντα. Εργαστηριακά χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα Τ4, αυξημένη TSH, φυσιολογική TBG και παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, κυρίως TSI.
- Θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό: Συμβαίνει σε γυναίκες που έχουν γεννήσει. Έχει μία πρώτη φάση υπερθυρεοειδισμού διάρκειας 2-4 μηνών, όπου ο θυρεοειδής καταστρέφεται και απελευθερώνονται στο αίμα σε μεγάλες ποσότητες θυρεοειδικές ορμόνες (Τ3 και Τ4) και μία δεύτερη φάση υποθυρεοειδισμού, όπου ο θυρεοειδής δεν παράγει αρκετές ορμόνες και η γυναίκα εμφανίζει ο βρογχοκήλη. Εργαστηριακά στη πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα Τ3, Τ4, μειωμένη TSH και στην δεύτερη μειωμένα επίπεδα Τ3, Τ4, υψηλά επίπεδα ΤSH και παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.
- Καρκίνος θυρεοειδούς: Περίπου 15-28% των ασθενών με καρκίνο του θυρεοειδούς παρουσιάζουν αντισώματα anti-Tg στην κυκλοφορία.δια
Δείγμα
Προετοιμασία
Φυσιολογικές τιμές
Συντελεστής μετατροπής στο SI x 1.536 nmol/L ( Πίνακας μετατροπής )
Κατηγορία | FΤ3 (pg/ml) |
---|---|
Νεογέννητα | 1.4 -4.8 |
4- 30 ημερών | 1.4 – 5.5 |
1 – 12 μηνών | 2.0 – 6.9 |
1 – 5 ετών | 2.4 – 6.6 |
6 – 10 ετών | 2.7 – 6.0 |
11 – 15 ετών | 2.3 – 5.8 |
Ενήλικες | 1.8 – 5.0 |
Σχετικές εξετάσεις
T3, T4, TSH, FT4, ABTPO, ANTI-TG, TSI, rT3 (ανάστροφη Τ3), TG, CT.
Περιορισμοί
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, τα δείγματα ασθενών ενδέχεται να περιέχουν ετερόφιλα αντισώματα, τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν παρεμβολή. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν υπάρχει συστηματική έκθεση σε ζώα ή προϊόντα ζωϊκού ορού.
Ρύθμιση
H σύνθεση και απελευθέρωση θυρεοειδικών ορμονών διεγείρεται από την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Η TSH υφίσταται αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση από τις Τ3, FT3 και Τ4, FT4 και θετική ρύθμιση από την TRH που απελευθερώνεται από τον υποθάλαμο. Η TSH επάγει την έκκριση των ορμονών (αυξάνει την πρόσληψη ιωδίου, την σύνθεση και την απελευθέρωση των ορμονών) και προκαλεί αύξηση της αγγείωσης του αδένα, υπερτροφία και υπερπλασία των θυλακικών κυττάρων.
Αύξηση: Αυξάνεται σε περίπτωση υπερθυρεοειδισμού, Τ3 τοξίκωση, ψυχιατρικά νοσήματα, διαβίωση σε μεγάλα υψόμετρα.
Μείωση: Μειώνεται σε υποθυρεοειδισμό, χρόνια μη θυρεοειδική νόσο, νευρική ανορεξία, μυξοίδημα, έντονη και παρατεταμένη νηστεία, θυρεοειδεκτομή και σε λήψη Angoron, αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, δεξαμεθαζόνης, ενώσεων λιθίου, προπυλθειοουρακίλης.
Συνδυαστική ερμηνεία της εξέτασης
Αυξημένα ή μειωμένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών υποδεικνύουν την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ απαιτήσεων και παραγωγής τους, χωρίς όμως να υποδεικνύουν τι προκαλεί την υπερπαραγωγή ή την ανεπάρκεια τους. Συνήθως είναι αυξημένη σε υπερθυρεοειδισμό και ελαττωμένη σε υποθυρεοειδισμό, μη θυρεοειδική χρόνια νόσο και σε λήψη Angoron.
Στον πίνακα που ακολουθεί, η ερμηνεία ισχύει και για την FT3, κατά αναλογία με την Τ3.
TSH | T4 | T3 | Ερμηνεία |
---|---|---|---|
Υψηλή | Φυσιολογική | Φυσιολογική | Ήπιος (υποκλινικόςς) Υποθυρεοειδισμός |
Υψηλή | Χαμηλή | Χαμηλή ή Φυσιολογική | Υποθυρεοειδισμός |
Χαμηλή | Φυσιολογική | Φυσιολογική | Ήπιος (υποκλινικός) Υπερθυρεοειδισμός |
Χαμηλή | Υψηλή ή Φυσιολογική | Υψηλή ή Φυσιολογική | Υπερθυρεοειδισμός |
Χαμηλή | Χαμηλή ή Φυσιολογική | Χαμηλή ή Φυσιολογική | Μη τυπική θυρεοειδική νόσος, Σπάνιος δευτερογενής υποθυρεοειδισμός (υποφυσιακός) |